• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Στην αναμονή
Κάπα Κάπα Μοίρης | 16.05.2016 | 13:15
Kαι τα δυο παιδιά τα πήγα ως το σχολείο μαζί με τη μάνα τους, τη μέρα που γράφαν το πρώτο μάθημα των πανελλαδικών. Τον μεγάλο τον πήγαμε και στο δεύτερο μάθημα με χίλια ζόρια, μετά μας έκραξε άσχημα (και πολύ άργησε κιόλας). Στην πρεμιέρα περιμέναμε έξω, μέσα στο αυτοκίνητο, κοντά τρεις ώρες. Δεν θυμάμαι τι έκανα την ώρα της αναμονής. Σμαρτφόουν δεν είχα, άρα δεν τριγύρναγα στο ίντερνετ. ’Ισως άκουγα τραγούδια, ίσως μιλάγαμε οι δυο μας, ίσως τίποτε. Με άλλους γονείς δεν θυμάμαι να μίλησα ποτέ, με φόβιζε η εικόνα γονιών που περιμέναν απ’ έξω τα παιδιά τους να τελειώσουν για να πέσουν πάνω τους ρωτώντας με σφυγμούς στα κόκκινα ‘πώς πήγες;‘. Αν άκουγαν ‘μια χαρά’ παίρναν κάποιον τηλέφωνο στο κινητό για να του πουν ‘καλά πήγαμε’, αν άκουγαν ’ζόρικα’ παίρναν κάποιον τηλέφωνο στο κινητό για να του πουν ’μέτρια πήγε’, αυτή η θαυμαστή ελληνική πατέντα εναλλαγής ενικού/πληθυντικού. Το μεγάλο μας ποτέ δεν απαντούσε ο,τιδήποτε άλλο εκτός από ‘θα δούμε’. Το ίδιο ως και σήμερα, για ό,τι τον ρωτάω, από θέματα σχολής ή γκομενικά. Αν και σίγουρα κάτι λέει με τη σουπιά τη μάνα του, δυο σουπιές.
 
Τη μικρή την πήγαμε μόνο για να την παραδώσουμε στο μινώταυρο της έκθεσης, μια φορά. Είχε σπάσει η χολή μας με τον μεγάλο και δεν θέλαμε να σπάσουμε και τα νεύρα της, το ΄χε ξεκαθαρίσει, “με πάτε μόνο στο πρώτο μάθημα και φεύγετε αμέσως, όταν βγω σας παίρνω τηλέφωνο, δεν ρωτάτε τι και πως, σας λέω, ακούτε, δατς ολ‘. Το ίδιο και ως σήμερα, για ο,τι ρωτάω, από θέματα σχολής ή -Θεέ μου σχώρα με- γκομενικά. “Δε ρωτάτε τι και πως”. Aν και σίγουρα τα λέει με τη σουπιά τη μάνα της, τρεις σουπιές. Ένα σπίτι με τρία μαλάκια κι έναν μαλάκα.
 
Θέλω να καταλήξω στο ότι εκείνες οι αναμονές, που μας φάνηκαν βουνά τεράστια, όπου ο χρόνος μέτραγε σε εκατοντάδες αιώνες και τα τσιγάρα ανάβαν το ένα με την κάφτρα του άλλου, εκείνος ο φόβος ανάμικτος με ενοχές που παλεύαμε (δεν ξέρω πόσο πετυχημένα, όχι πάρα πολύ πάντως) να κρύψουμε απ’ τα παιδιά, αυτό το ρημάδι το ‘κι αν δεν, τότε μετά τι;”, αποδείχτηκαν ένα Τίποτε, ένα ογκώδες Μηδενικό μπρος σε άλλες αναμονές που ακολούθησαν. Όχι γιατί η χαρά και ανακούφιση ‘εκ του αποτελέσματος‘ μας έκαναν να ξεχάσουμε το τι περάσαμε περιμένοντας το τηλέφωνο ‘έλα, πες, τι έγινε;’ και το ρολερκόστερ του ’καλά’ , ’μέτρια’, ’άστα’, ‘ το ΄χω‘ (η μικρή, για το μεγάλο τα είπαμε, η απάντηση είναι μόνο ένα ’θα δούμε’ για να μη κουράζεται και μας κουράζει κι εμάς με σκέψεις), αλλά γιατί από τότε ως σήμερα μεσολάβησαν κι άλλες αναμονές, άλλης ράτσας, απ΄ αυτές με τις οποίες να εύχεσαι να μη συναντηθείς ποτέ .
 
Σ’ αυτές τις αναμονές δεν μπορείς να τους ζητήσεις να μας πάρουν τηλέφωνο αμέσως μόλις βγουν. Γιατί το πρώτο που εύχεσαι και ελπίζεις είναι να βγουν. Κι όταν με το καλό βγουν, τις απαντήσεις τις παίρνεις από άλλον, από αυτόν που πρώτος εξέτασε και διόρθωσε τα πολύτιμα, τα μοναδικά ’γραπτά’ μας. Και κρέμεσαι από το στόμα του για να ακούσεις ’όλα καλά’. Η μόνη αναμονή, η μόνη για την οποία αξίζει να παρακαλάς από μέσα σου και απ έξω σου και να προσεύχεσαι σ’ όποιον Θεό πιστεύεις, να εισπράξεις αυτό σαν απάντηση. ”Όλα καλά”.
 
Να είναι γερά και καλότυχα όλα.