• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
The howl
Χρήστος Ξανθάκης | 06.08.2015 | 10:33
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου
να λένε καλησπέρα στη μηχανή του κιμά
που προορίζεται για άλλο είδος κρέατος
στην ανάγκη όμως αλέθει το σύμπαν
συν τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου
που δεν πρόβαλαν και καμιά σοβαρή αντίσταση
συνωστίζονταν μπροστά στις λεπίδες
όπως οι ψυχές στο καθαρτήριο
όπως οι κολασμένοι στα κρεματόρια
όπως οι δόλιες οι γάτες
μπροστά σ’ ένα πιάτο φαϊ
και οι σκύλοι επίσης
η Μαίρη που κοιμήθηκε δεκατρείς ώρες σερί
και ξύπνησε στο ψυχιατρείο
η Μαίρη που κοιμήθηκε εκατόν δεκατρείς ώρες σερί
και ξύπνησε στο τρελάδικο
η Μαίρη που κοιμότανε όλες τις ώρες
καταρρακωμένη από το βάρος των γνώσεων
πρώτη στα μαθήματα, πρώτη στον αγώνα η Μαίρη
ώσπου κατέβασε το βρακί της και βρήκε θάνατο
και σκόνη και πέτρες και λάσπη
και ένα φόρεμα λευκό με μακριά μανίκια
να πηγαίνει η αδερφή της
να της χτενίζει τα μαλλιά
με μια παιδική τσατσάρα
της Μαίρης, από το παιδικό της δωμάτιο
που είναι ακόμη καρφιτσωμένες οι αφίσες
με τα καλύτερα μυαλά της γενιάς της προηγούμενης
τον Τσε, τον Χέντριξ και τον Γκίνσμπεργκ
τα μυαλά που πρόλαβαν να σκούξουν και να ουρλιάξουν
και να αναχωρήσουν με έναν κρότο
διότι ο λυγμός κοστίζει πολλά
και δεν επιστρέφεται μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου
ο λυγμός της Μαίρης που όλο έκλαιγε
τις μέρες που δεν την πιάνανε τα χάπια
ο λυγμός του Πάνου που όλο έτρωγε
κι έγινε σαν τον Φαρούκ εκατό οκάδες
κι έμεινε κλειστός στο γαμημένο το δωμάτιο
αιχμάλωτος μέσα στα μικροπράγματα
μικρό πράγμα κι αυτός, τοσοδούλικο
από εκεί που προοριζόταν για ηγεμόνας
και άρχων της ζωής και του σύμπαντος
πριν γίνουν τα μυαλά του ένα με το μπλέντερ
ένα χρώμα περίεργο, στο γκρι ανάμεσα και στο ροζ
θα ήταν περήφανος αν ήταν ζωγράφος
αλλά δεν ήταν τίποτα πια, δεν ήταν λυγμός
ήταν ένα περήφανο αγόρι
που κατάπιε τους λογαριασμούς του
και απέμεινε να κοιτάει τους καθρέφτες και τη βροχή
πολύ μυαλό δεν του είχε περισσέψει
δεν περίσσευε σε κανέναν απ’ τη γενιά μου
όσοι προλάβαν, το πουλήσαν κασαδούρα
οι χειρότεροι δηλαδή, γιατί οι καλύτεροι είχαν ραντεβού
με τη μηχανή του κιμά και τα λεπίδια
για να τελειώνουν με το σόλο της ύπαρξης
και να μπουν μια ώρα αρχύτερα στον Άδη
κατεβαίνοντας με φόρα τον Αχέροντα
όπως ο Τζώνυς ένα πρωί που πήρε τη μοτοσυκλέτα
και αποφάσισε ότι δεν θέλει την πουτάνα τη ζωή
αποφάσισε να μην αναπνεύσει ποτέ του
και πήγε ιπτάμενος σαν τη Θέλμα και τη Λουίζ
σε μια φαντασμαγορική βουτιά στην αγκαλιά της μητρός του
σημαδεμένος την ώρα που δεν κοίταγε ο πατέρας του
και μολυσμένος τη μέρα που έκρυψε όλες τις μέρες
ο Τζώνυς με τη μηχανή και το τατού δράκο
ιπτάμενος κι αυτός παρέα με τα φαντάσματα
και τη χασάπη και τη μηχανή και τα μυαλά του
τα καλύτερα της γενιάς μου μυαλά
που δεν είδαν το φως στο βάθος του τούνελ
είδαν μόνο μια πυγολαμπίδα
να τους οδηγεί στην έξοδο
άναβε η ουρά της, άναβε κι έσβηνε
και το σκοτάδι έπαιρνε σχήμα
σχήμα, μορφή και ονοματεπώνυμο